Άρθρο του κ. Γιάννη Ξηρογιαννόπουλου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος ν. 45 του περιοδικού Broker’s Time του Συνδέσμου Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων
Η ανεπάρκεια και τα προβλήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημόσιου Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τα υψηλά κόστη πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης που παρέχουν οι ιδιωτικοί φορείς Υγείας, καθιστούν απαραίτητη την συμπλήρωση της κοινωνικής ασφάλισης με κάποιο ιδιωτικό πρόγραμμα Ασφάλισης Υγείας.
Τα σύγχρονα ασφαλιστικά προγράμματα Υγείας έχουν σχεδιαστεί ώστε να παρέχουν στον ασφαλιζόμενο αποτελεσματική κάλυψη εξόδων περίθαλψης, παρέχοντας παράλληλα ευελιξία ώστε να μπορούν αυτά να προσαρμόζονται στις ατομικές ασφαλιστικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες του κάθε ασφαλιζόμενου.
Επιπρόσθετα, λόγω και της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης στην χώρα μας, η παράμετρος του ετήσιου κόστους ασφάλισης είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την έναρξη ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου Υγείας. Η συνεχής εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, σε συνδυασμό με τον καλπάζοντα ιατρικό πληθωρισμό, έχει οδηγήσει σε συνεχείς αυξήσεις των ασφαλίστρων τα τελευταία χρόνια. Το αρχικό κόστος ένταξης λοιπόν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να είναι σχετικά προσιτό, με την έννοια ότι οι συνεχόμενες αυξήσεις του ασφαλίστρου σε βάθος χρόνου, μπορούν να οδηγήσουν μελλοντικά σε αδυναμία πληρωμής του από τον ασφαλιζόμενο και ουσιαστικά στην αναγκαστική ακύρωσή του.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του Μεσίτη Ασφαλίσεων στην σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης, καθώς ως κατηρτισμένοι επαγγελματίες του κλάδου, θα πρέπει αρχικά να διερευνούν τις ανάγκες του υποψήφιου προς ασφάλιση, να τον συμβουλεύουν κατάλληλα και τελικά, κατόπιν διενέργειας έρευνας της ασφαλιστικής αγοράς, να του προτείνουν αμερόληπτα την πλέον ενδεδειγμένη για αυτόν ασφαλιστική πρόταση.
Η ανεξαρτησία και η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ανάμεσα στις πολλές εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται από τις ασφαλιστικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο Ζωής & Υγείας, αποτελεί το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του Μεσίτη Ασφαλίσεων σε σχέση με τους υπόλοιπους διαμεσολαβούντες, οι οποίοι λειτουργούν δια λογαριασμό μιας ασφαλιστικής εταιρίας και έχουν την δυνατότητα να προτείνουν (ως καταλληλότερο;) μόνο το συγκεκριμένο πρόγραμμα της εταιρίας που εκπροσωπούν. Το ίδιο ισχύει και με το bancassurance αλλά και τις απευθείας πωλήσεις (direct sales) που έχουν επιχειρήσει στον κλάδο Υγείας κάποιες εταιρίες.
O Μεσίτης Ασφαλίσεων με την επαγγελματική του κατάρτιση, τον συμβουλευτικό του χαρακτήρα, την εμπεριστατωμένη γνώση του επί του ασφαλιστικού αντικειμένου και την αμεροληψία του, όχι μόνο μπορεί να εξασφαλίσει την σωστή ενημέρωση του πελάτη του / ασφαλιζόμενου, αλλά εγγυάται παράλληλα την εξυπηρέτηση των συμβολαίων Υγείας καθόλη τη διάρκεια ισχύος τους για ότι μπορεί να χρειαστεί. Αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, εάν αναλογιστεί κανείς την πολυπλοκότητα των προγραμμάτων αυτών σε συνδυασμό με τη μακροπρόθεσμη διάρκειά τους.
Εν κατακλείδι, η πώληση ενός συμβολαίου Υγείας προϋποθέτει την προσωπική επαφή και τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ασφαλιζόμενου και ασφαλιστή. Ποιο «κανάλι διανομής» – για να χρησιμοποιήσουμε και την νέα ορολογία της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Οδηγίας (IDD) – μπορεί αλήθεια να το πετύχει αυτό αποτελεσματικότερα?