| Του Δημήτρη Καράμπελα, Χημικού Μηχανικού Ε.Μ.Π.|
21ος αιώνας – Ρεαλισμός & Προοπτικές
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχαν συνάνθρωποί μας που ζούσαν στον πλανήτη γη, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές που ζούμε σήμερα. Καλλιεργούσαν το έδαφος με πρωτόγονα μέσα, κυνηγούσαν, ψάρευαν, κατασκεύαζαν μόνοι τους όλα τα απαιτούμενα αντικείμενα για την καθημερινή τους ζωή, γεννούσαν πολλά παιδιά από τα οποία κάποια επιβίωναν, πέθαιναν από άγνωστες αρρώστιες πριν προλάβουν να γεράσουν και πολεμούσαν ακατάπαυστα μεταξύ τους, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο. Η σκληρή αυτή ζωή δεν τους επέτρεπε να πολλαπλασιάζονται με υψηλούς ρυθμούς και ο συνολικός πληθυσμός της γης κυμαινόταν σε λογικά επίπεδα. Τέλος, οι οποιεσδήποτε ανθρώπινες δραστηριότητες, λόγω των ατελών τεχνικών μέσων της εποχής, είχαν αμελητέα επίδραση στο φυσικό περιβάλλον της γης, το οποίο επηρεαζόταν μόνο από φυσικά φαινόμενα περιοδικού χαρακτήρα, τα οποία, όμως, δεν άλλαζαν ουσιαστικά την ισορροπία της φύσης.
Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ξεκίνησε μια αλματώδης επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, η οποία σταδιακά άλλαξε τελείως τον τρόπο και τη διάρκεια ζωής των ανθρώπων, με αναπόφευκτη συνέπεια τη δραματική επιβάρυνση του γήινου περιβάλλοντος. Τα ορυκτά καύσιμα οδήγησαν στην τεράστια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, τα λιπάσματα και τα γεωργικά φάρμακα πολλαπλασίασαν τη διαθέσιμη τροφή και τα φάρμακα και εμβόλια καταπολέμησαν τις ασθένειες και αύξησαν θεαματικά το προσδόκιμο ζωής. Όλα αυτά και πολλά άλλα τεχνικά επιτεύγματα συνέτειναν στην τεράστια σημερινή αύξηση του πληθυσμού της γης στα 8 περίπου δισεκατομμύρια, αριθμό αδιανόητο μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες.
Η ανθρωπότητα, μεθυσμένη από την ιλιγγιώδη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, παρέβλεψε και αγνόησε τις πρώτες ενδείξεις της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που άρχισαν να εμφανίζονται περί τα μέσα του 20ού αιώνα. Επιπλέον, οι μεγάλες διαφορές ανάπτυξης μεταξύ των κρατών παρείχαν την πολυτέλεια στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες να μολύνουν μονομερώς το περιβάλλον, εις βάρος των υπανάπτυκτων χωρών, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν, ακόμη και να ήθελαν, να το βλάψουν. Με την πάροδο όμως του χρόνου, σταδιακά αναπτύχθηκαν και οι κυριότερες πολυάνθρωπες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και άλλες, συνολικού πληθυσμού περί τα 4 δισεκατομμύρια, με προφανή τεράστια επίπτωση στην κλιματική αλλαγή.
Σήμερα, βρισκόμαστε ενώπιον μιας παράλογης κατάστασης, όπου οι παραινέσεις των παγκοσμίων οργανισμών και επιστημόνων περί περιορισμού της άκρατης ανάπτυξης ακούγονται όπως οι γλώσσες του Πύργου της Βαβέλ. Το βασικό επιχείρημα των αναπτυσσομένων χωρών είναι ότι οι προηγμένες οικονομικά χώρες (Βόρεια Αμερική και Ευρώπη) δεν δικαιούνται να τους δίνουν μαθήματα περιβαλλοντικής ευαισθησίας, όταν επί σχεδόν 150 χρόνια επιβάρυναν ασύδοτα το περιβάλλον, ενώ τώρα που ήλθε η δική τους σειρά ανάπτυξης πρέπει να τηρηθούν όλοι οι κανόνες διαφύλαξης της φυσικής ισορροπίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στην Κίνα κτίζεται ένα θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο με καύσιμο λιγνίτη (την πλέον ρυπογόνο μορφή άνθρακα) κάθε εβδομάδα, οπότε κάθε περαιτέρω συζήτηση για φρενάρισμα της κλιματικής αλλαγής ακούγεται αστεία.
Εξάλλου και στις προηγμένες κατά τα ανωτέρω χώρες, για να επιτευχθεί κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να αλλάξει ριζικά ο σημερινός τρόπος ζωής και να απαρνηθούμε πολλές από τις πολυτέλειες που διαθέτουμε.
Δεδομένου ότι οι περισσότεροι των κατοίκων των χωρών αυτών δεν έχουν αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος και φυσικά ουδόλως είναι διατεθειμένοι να επιδεινώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, είναι προφανές ότι τα περί ανακοπής του ρυθμού κλιματικής αλλαγής είναι στην πράξη όνειρα καλοκαιρινής νύχτας. Εάν, επίσης, λάβουμε υπόψη ότι οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών αυτών ενδιαφέρονται μόνο για την επανεκλογή τους, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν να δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους τους με σοβαρά μακροπρόθεσμα μέτρα περιορισμού της ρύπανσης, τότε προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε προ αδιεξόδου. Συνεπώς, η μοναδική λύση που ίσως καταφέρει να ανακόψει κάπως τον φρενήρη ρυθμό καταστροφής του πλανήτη είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, με ισχυρή εξουσία, μοναδικό έργο της οποίας να είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Είναι προφανές ότι η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κατασπατάληση των φυσικών πόρων δεν αποτελούν ευθύνη μόνον ενός κράτους, εφόσον οι βλαβερές συνέπειες διαχέονται μέσω της ατμόσφαιρας, του εδάφους και των υδάτων σε όλον τον πλανήτη, οπότε η επί μέρους και η αποσπασματική αντιμετώπιση δεν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Μέσα σε αυτό το ομιχλώδες περιβάλλον, καθένας μας προβληματίζεται πώς θα συμπεριφερθεί, ώστε να εξασφαλίσει κατά το δυνατόν την υγεία του και μια στοιχειώδη ποιότητα ζωής. Η ατομική ευθύνη του κάθε ανθρώπου μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του παγκόσμιου στόχου της ποιοτικής επιβίωσης κατά τα επόμενα χρόνια. Πέραν των πολιτικών που πρέπει να υιοθετηθούν από την παγκόσμια κοινότητα, ο καθένας πρέπει να αναλογισθεί ποια είναι η καθημερινή του ζωή και τι μπορεί να αλλάξει αμέσως, ώστε να συμβάλει σ’ αυτόν τον σκοπό. Η υπερκατανάλωση άχρηστων εν πολλοίς πραγμάτων, η αγορά και κατόπιν απόρριψη μεγάλων ποσοτήτων τροφής, οι άσκοπες μετακινήσεις με αυτοκίνητο, η πληθώρα των μη αναγκαίων ταξιδιών, η ανεύθυνη διαχείριση των απορριμμάτων, η σπατάλη του νερού, η απερίσκεπτη χρήση κλιματιστικών και ανελκυστήρων, η διατροφή με είδη που απαιτούν μεγάλη κατανάλωση γήινων πόρων για την παραγωγή τους, η αντίδραση στην εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που αποτελούν τη μοναδική εναλλακτική λύση ενέργειας, και πάρα πολλές ακόμη συμπεριφορές είναι αυτές που εάν έκαστος εξ ημών άλλαζε σε κάποιο βαθμό, θα βοηθούσε σημαντικά στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής.
Πάντοτε πίστευα ότι η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών παρουσίαζε τεράστια έλλειψη ρεαλισμού. Ο φανατισμός, η αμάθεια, η θρησκοληψία, η ανθρώπινη εκμετάλλευση, η πολιτική και πολλά άλλα έχουν θολώσει την εικόνα που οι κοινωνίες διατηρούν για την πραγματικότητα. Άμεση συνέπεια αυτού είναι η παράλογη συμπεριφορά, η μυωπική και αναβλητική αντιμετώπιση των προβλημάτων και, επί της ουσίας, η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας της ανθρωπότητας από τους θανατηφόρους κινδύνους που την απειλούν. Ας διατηρήσουμε λίγες ελπίδες ότι εάν αφυπνισθούμε, έστω και την ύστατη ώρα, δεν θα είναι πάρα πολύ αργά.
Αναδημοσίευση από: www.aagora.gr