Η ανεπάρκεια και τα προβλήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημόσιου Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τα υψηλά κόστη πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης (ιατρικές επισκέψεις, διαγνωστικές εξετάσεις, νοσήλια, κλπ) που παρέχει ο ιδιωτικός τομέας, καθιστούν απαραίτητη την συμπλήρωση της κοινωνικής ασφάλισης με κάποιο ιδιωτικό πρόγραμμα ασφάλισης υγείας.
Η πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα παρέχουν στην αγορά τέτοιου είδους ιδιωτικά προγράμματα ασφάλισης υγείας, τα οποία ουσιαστικά είναι προκαθορισμένα και προτιμολογημένα, ανά ηλικία και φύλο, από την ασφαλιστική εταιρία. Ο ασφαλισμένος μπορεί όμως να επιλέξει μεταξύ διαφόρων παραμέτρων (ανώτατο ετήσιο όριο κάλυψης, θέση νοσηλείας, κλπ) επιλογή που διαμορφώνει αντίστοιχα και το τελικό ετήσιο κόστος ασφάλισης.
Η δυνατότητα εισόδου – σύναψης ενός προγράμματος υγείας ηλικιακά, συνήθως ξεκινάει από της πρώτες ημέρες μετά από την γέννηση (15 ημέρες) και ως καταληκτική ημερομηνία εισόδου ορίζεται το 60 έτος του ενδιαφερόμενου προς ασφάλιση.
Τα σύγχρονα προγράμματα υγείας έχουν σχεδιαστεί ώστε να παρέχουν στον ασφαλιζόμενο αποτελεσματική κάλυψη υγείας και ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω παροχές.
- Κάλυψη έως 100% εξόδων νοσηλείας στην Ελλάδα & το εξωτερικό.
- Απευθείας εξόφληση των εξόδων νοσηλείας στα συνεργαζόμενα νοσοκομεία.
- Καταβολή επιδομάτων.
- Αντιμετώπιση σοβαρών & χρόνιων ασθενειών.
- Επείγουσα μεταφορά σε νοσοκομεία.
- Εξωνοσοκομειακές παροχές.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι στην Ελλάδα μέχρι σήμερα (σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) τα ατομικά προγράμματα υγείας στην πλειονότητά τους έχουν ισόβια διάρκεια. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η ασφαλιστική εταιρία δεν έχει την δυνατότητα ούτε να τα ακυρώσει αλλά ούτε και να τα τροποποιήσει επομένως οι όροι μιας τέτοιας σύμβασης παραμένουν αμετάβλητοι. Η τάση πάντως πλέον και στην δική μας αγορά είναι τα νέα προγράμματα να γίνουν ετησίως ανανεούμενα και όχι πλέον ισόβιας διάρκειας.
Τέλος, μια παράμετρος που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα κατά την σύναψη μιας τέτοιας ασφαλιστικής σύμβασης είναι το ετήσιο κόστος ασφάλισης κατά την έναρξη αυτής. Η συνεχής εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης σε συνδυασμό με τον καλπάζοντα ιατρικό πληθωρισμό, έχει σαν συνέπεια ο κλάδος Υγείας για την πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιριών να παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια αρνητικό αποτέλεσμα. Λαμβάνοντας υπόψη και την «ισοβιότητα» των συμβολαίων αυτών αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες μην έχοντας άλλο τρόπο να διορθώσουν το αποτέλεσμα του χαρτοφυλακίου τους (εφόσον δεν μπορούν να παρέμβουν στα εν ισχύ συμβόλαια) καταφεύγουν στην μοναδική διέξοδο που έχουν, που δεν είναι άλλη από την συνεχή αύξηση των ασφαλίστρων. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν παρουσιάζεται το φαινόμενο ετησίων αυξήσεων που κυμαίνονται σε ποσοστό 5% έως 15%. Το αρχικό κόστος ένταξης λοιπόν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να είναι σχετικά προσιτό, με την έννοια ότι οι συνεχόμενες αυξήσεις του ασφαλίστρου σε βάθος χρόνου μπορούν να οδηγήσουν μελλοντικά σε αδυναμία πληρωμής του από τον ασφαλιζόμενο και ουσιαστικά στην αναγκαστική ακύρωσή του.
Σε όποια περίπτωση πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν τα διαμεσολαβούντα στην ασφάλιση πρόσωπα (μεσίτες ασφαλίσεων, πράκτορες, ασφαλιστικοί σύμβουλοι, κλπ) στην σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης, καθώς ως καταρτισμένοι επαγγελματίες του κλάδου, θα πρέπει να διερευνούν τις ανάγκες του υποψήφιου προς ασφάλιση, να τον συμβουλεύουν και τελικώς, κατόπιν διενέργειας έρευνας της ασφαλιστικής αγοράς, να του προτείνουν αμερόληπτα την πλέον ενδεδειγμένη για αυτόν ασφαλιστική πρόταση.
Άρθρο του κ. Γιάννη Ξηρογιαννόπουλου
για το περιοδικό «αθήναζε» τεύχος 34 Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2011